ἀντιμάχεται

ἀντιμάχεται
ἀντιμάχομαι
fight against
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • λογομάχος — ο (Α λογομάχος) αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός αρχ. αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο …   Dictionary of Greek

  • πατρομαχία — ἡ, Μ το να αντιμάχεται κανείς τους Πατέρες τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία] …   Dictionary of Greek

  • Καμπίρ — (Kabir, 1435 – Μαγαχάρ 1518). Ινδός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σύμφωνα με μια ινδική παράδοση, ο νεογέννητος Κ. εγκαταλείφθηκε από τη χήρα μητέρα του πάνω σε έναν λωτό, στις όχθες της λίμνης Λάχαρ Ταλάο, κοντά στην πόλη Μπεναρές, και βρέθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ελληνομάχος — α, ο που αντιμάχεται, που μισεί τους Έλληνες ή καθετί ελληνικό, ο εχθρός των ελληνικών συμφερόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”